Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

Η ασθένεια των εργαζομένων.Μη ελεγχόμενες δαπάνες

Η ασθένεια των εργαζομένων.
1. Γενικά
Η εργασιακή σχέση δημιουργεί μεταξύ εργοδοτών και εργαζόμενων δικαιώματα και υποχρεώσεις. Δικαιώματα και υποχρεώσεις εργοδοτών τα οποία αποτελούν συγχρόνως δικαιώματα και υποχρεώσεις εργαζόμενων. Στις υποχρεώσεις των εργοδοτών και τα δικαιώματα των εργαζόμενων περιλαμβάνεται και η ασθένεια τoυ μισθωτού, η οποία δεν αποτελεί λόγο λύσης της σύμβασης εργασίας από μέρους των εργοδοτών. Κατά το χρόνο ασθένειας του μισθωτού η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται, ο δε μισθός καταβάλλεται υπό ορισμένες όμως προϋποθέσεις τις οποίες ορίζει ο Νόμος. Οι ισχύουσες σήμερα διατάξεις που αναφέρονται στην ασθένεια και τα αίτια αυτής και που αποβλέπουν στην προστασία των εργαζόμενων είναι οι εξής:
2. Ισχύουσα νομοθεσία
Νόμος 2112/1920, άρθρο 5
"Αποχή υπαλλήλου από της εργασίας οφειλομένη εις βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθένειαν, προσηκόντως αποδεδειγμένη ή προκειμένου περί γυναικός εις λοχείαν, δεν θεωρείται ως λύσις της συμβάσεως εκ μέρους αυτού".
Β. Δ/γμα 16/18 Ιουλίου 1920, άρθρο 8
"Αποχή εργάτου ή υπηρέτου από της εργασίας, οφειλομένη εις βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθένειαν, προσηκόντως αποδεδειγμένην ή προκειμένου περί γυναικός εις
λοχείαν, δεν θεωρείται ως λύσις της συμβάσεως εκ μέρους αυτού".
Ν.Δ/γμα 4095/1960, άρθρο 2
"Αι διατάξεις του άρθρου 5 του νόμου 2112 ως ηρμηνεύθη διά του άρθρου 3 του Ν. 4558 του άρθρου 8 του Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 κλπ. ως και αι περί μισθώσεως εργασίας και αι περί κωλύματος προς παροχήν εργασίας κλπ. διατάξεις του αστικού κώδικος, έχουσιν εφαρμογήν και διά τας περιπτώσεις της λόγω αφροδισίου νόσου ασθενείας, εφόσον βεβαιούται η ανάγκη της επί κλίνης νοσηλείας”.
Νόμος 4558/1930, άρθρο 3
"Ως βραχείας διαρκείας ασθένεια ερμηνεύεται η διαρκούσα ένα μήνα δι΄ υπαλλήλους υπηρετούντας μέχρι τεσσάρων ετών, τρεις μήνας δι΄ υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των τεσσάρων ετών, όχι όμως και πλέον των δέκα ετών.
Τέσσαρας μήνας δι΄ υπαλλήλους υπηρετούντας πλέον των δέκα ετών, όχι όμως και πλέον των δέκα πέντε ετών και εξ μήνας διά τους υπηρετούντας επί χρόνον ανώτερον των δέκα πέντε ετών".
Άρθρα 657 και 658 Αστικού Κώδικα
Άρθρον 657: "Ο εκμισθωτής (εργαζόμενος) διατηρεί την αξίωσιν αυτού επί του μισθού εάν μετά δεκαήμερον τουλάχιστον παροχήν εργασίας κωλύεται να εργασθή ένεκα σπουδαίου λόγου μη οφειλομένου εις υπαιτιότητα αυτού. Ποσά καταβληθέντα εις τον εκμισθωτήν (εργαζόμενον) εξαιτίας του κωλύματος δυνάμει υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφαλίσεως δικαιούται ο μισθωτής (εργοδότης) να εκπέση εκ του μισθού".
Άρθρον 658: "Ο χρόνος δι΄ ον κατά το προηγούμενον άρθρον υφισταμένου κωλύματος διατηρείται η επί του μισθού αξίωσις, δεν δύναται να υπερβή τον μήνα, εάν το κώλυμα επήλθεν εν τουλάχιστον έτος μετά την έναρξιν της συμβάσεως, τον ήμισυ δε μήνα, εις πάσαν άλλην περίπτωσιν.
Η δια το διάστημα τούτο αξίωσις, υφίσταται και αν έτι, του κωλύματος παρέχοντος τοιούτο δικαίωμα, ο μισθωτής (ο εργοδότης), κατήγγειλε την μίσθωσιν".
Α.Ν. 178/1967, άρθρο 5
"Εν περιπτώσει αποχής εκ της εργασίας του μισθωτού, λόγω ασθενείας, δια το από της αναγγελίας της ανικανότητος μέχρι της ενάρξεως της επιδοτήσεως εκ μέρους του Ι.Κ.Α. ή ετέρου ασφαλιστικού οργανισμού χρονικόν διάστημα (1 έως 3 ημερών) ο εργοδότης υποχρεούται εις πληρωμήν μόνον του ημίσεος ημερομισθίου ή του αναλογούντος μισθού, αποκλειομένης της συμπληρώσεώς του εκ του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού".
Άλλες διατάξεις που αναφέρονται στην ασθένεια είναι: Α.Ν. 1846/51 (άρθρο 38 παράγρ. 3) όπως τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 2698/53 (άρθρο 39 παράγρ. 1) Ν. 993/79 (άρθρα 19 και 20) (Φ.Ε.Κ 281/Α΄/79), Ν. 1483/84 (άρθρο 15 - Φ.Ε.Κ. 153 τεύχ. Α΄ 8-10-84), Ν. 1302/82 "Για επικύρωση της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας" αριθ. 103/52 (Φ.Ε.Κ 133/Α΄/82).
Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. από 9-6-93 (άρθρο 7 από 9-6-93 περί αυξήσεως της άδειας μητρότητας) Πράξη καταθέσεως στο Υπουργείο Εργασίας 37/11-6-93 που κυρώθηκε με το Ν. 2224/94. Άρθρο 11 Ν. 2874/2000 που κύρωσε το άρθρο 7 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε./23-5-2000 ετών 2000 - 2001 (Πράξ. Κατάθ. Υπ. Εργασίας 31/23-5-2000). Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. ετών 2002 - 2003 άρθρο 6 αυτής.
Με βάση τα μέχρι σήμερα πορίσματα της νομολογίας αναλύουμε και διευκρινίζουμε τις νόμιμες περί ασθενείας διατάξεις που αναφέραμε πιο πάνω.
3. Αναγγελία, απόδειξη και υπαιτιότητα ασθένειας
Ο μισθωτός άσχετα με την ιδιότητα που έχει στην εργασία του και ανεξάρτητα από τον τρόπο αμοιβής του, υποχρεούται να ειδοποιήσει τον εργοδότη ότι αδυνατεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του λόγω ασθένειας. Η υποχρέωση αυτή απορρέει όχι μόνο εκ των λόγων της υπαλληλικής ευθύνης και της καλής πίστης (Α.Κ. 288, 281), αλλά και από το συμφέρον που έχει ο εργαζόμενος να διατηρήσει τα δικαιώματά του. Η παράλειψη της αναγγελίας και η αποχή από την εργασία, εφόσον προέρχεται από δόλο ή αμέλεια, δύναται να αποτελέσει σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, άνευ αποζημίωσης, από μέρους του εργοδότη. Ο μισθωτός θα πρέπει να δικαιολογήσει την απουσία του λόγω ασθένειας και να προσκομίσει γι΄ αυτό γνωμάτευση ιατρού, αναφορικά με το είδος και τη διάρκεια της ασθένειάς του. Η απουσία του μισθωτού εκ της εργασίας, αν συνεχίζεται και μετά την ασθένεια, δεν παρέχει δικαίωμα σ΄ αυτόν να ζητήσει μισθό. Η υπαιτιότητα του μισθωτού δεν ερευνάται στην ασθένεια και δεν εξετάζεται αν η ασθένεια επήλθε στην εργασία ή από άλλη αιτία ή από ατύχημα. Με την ασθένεια εξομοιώνεται και το εργατικό ατύχημα, ανεξάρτητα αν αυτό έχει συμβεί εντός του χώρου εργασίας ή εκτός εργασίας. Ο μισθός καταβάλλεται στον εργαζόμενο, εφόσον αποδεικνύεται ότι η απουσία του δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Μόνο αν αποδειχθεί ότι η ασθένεια οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του μισθωτού, τότε δεν καταβάλλεται μισθός. Αν η ασθένεια του μισθωτού από την εργασία, προήλθε από βαριά μέθη, αποτελεί λόγο μη καταβολής των αποδοχών του. Εξάλλου, υπάρχει υποχρέωση καταβολής του μισθού και στην περίπτωση ασθένειας ή ατυχήματος του εργαζόμενου, που προέρχεται από την υπαιτιότητα τρίτου (Α.Κ. 657). Οι διατάξεις που εφαρμόζονται στην περίπτωση της ασθένειας του μισθωτού έχουν εφαρμογή και για το ατύχημα.
4. Ανώτατο όριο ασθένειας
Η αποχή από την εργασία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930 και εφόσον οφείλεται σε βραχείας διαρκείας ασθένεια, βάσει του νόμου 2112/20 δύναται ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας του μισθωτού στον ίδιο εργοδότη να είναι:
Για υπαλλήλους που υπηρετούν,
• Μέχρι 4 ετών, ένας (1) μήνας ασθένεια.
• Άνω των 4 ετών και μέχρι 10 ετών, τρεις μήνες (3) ασθένεια.
• Άνω των 10 ετών και μέχρι 15 ετών, τέσσερις (4) μήνες ασθένεια.
• Άνω των 15 ετών έξι (6) μήνες ασθένεια.
Τα χρονικά όρια αποχής εκ της εργασίας υπολογίζονται σε συνεχή ή διακεκομμένα διαστήματα. Δηλαδή ο μισθωτός δικαιούται να απουσιάσει είτε "άπαξ μόνο κατ΄ έτος υπηρεσίας, είτε σε περισσότερα, μικρότερης χρονικής διάρκειας διαστήματα, μέχρι εξάντλησης των ανωτάτων ορίων ασθένειας, ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας του”. Η υπέρβαση του ανωτάτου ορίου απουσίας, λόγω ασθένειας, δεν λύνει πάντοτε τη σύμβαση εργασίας. Κατά τη νομολογία των δικαστηρίων και σε υπέρβαση των ορίων της βραχείας διάρκειας ασθένειας, δεν λύνεται αυτοδίκαια η σύμβαση εργασίας, αλλά σε κάθε περίπτωση ο δικαστής, αφού λαμβάνει υπ΄ όψη το χρονικό διάστημα, την αιτία, τις συνθήκες που προκάλεσαν την απουσία από την εργασία και με βάση τις αρχές της καλής πίστης και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, κρίνει αν η αποχή - απουσία αυτή, δύναται να θεωρηθεί ή μη λύση της σύμβασης εργασίας από μέρους του απόντος μισθωτού. (ΑΠ 642/69,465/69, Εφ. Αθην. 1177/71, Πρωτ. Θεσ/νίκης 1868/71) - (ΑΠ 249/84 Β΄ πολιτ. τμήμα, ΑΠ 239/84 τμήμα Β ΄). Την ερμηνεία αυτή ακολουθούν τα Δικαστήρια και σήμερα. Μπορεί, συνεπώς, να υποστηρίξει κανείς ότι η ασθένεια του μισθωτού κι αν ακόμη υπερβεί τα όρια της βραχείας διάρκειας, δεν δύναται να θεωρηθεί ως λύση της σύμβασης εκ μέρους αυτού. Σχετικά με το θέμα αυτό είναι το αριθ. 29673/71 έγγραφο του Υπ. Εργασίας και οι αποφάσεις των Δικαστηρίων Εφετ. Αθηνών 1177/71,446/71, ΑΠ 32/88, ΑΠ 300/94.
5. Απόλυση μισθωτού κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, εφόσον καταβάλλεται η νόμιμη αποζημίωση, επιτρέπεται κατά τη διάρκεια της ασθένειας του μισθωτού. Η καταγγελία θα γίνει κατά τον ίδιο τρόπο που θα γινόταν αν ο μισθωτός εργαζόταν. Τα δικαιώματα των εργαζομένων είναι τα ίδια, ανεξάρτητα από τους λόγους της απόλυσής τους. Στην περίπτωση της ασθένειας ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή του μισθού για τις εκτός της καταγγελίας της σύμβασης ημέρες ασθένειας και μέχρις του από το άρθρο 658 Α.Κ. οριζόμενου χρόνου (ΑΠ 288/66).
Σύμφωνα με το άρθρο 658 Α.Κ.: "Η αξίωση υφίσταται και αν έτι ο εργοδότης κατήγγειλε τη σύμβαση”.
6. Υποχρεώσεις των εργοδοτών κατά τη διάρκεια ασθένειας των εργαζόμενων
Οι υποχρεώσεις των εργοδοτών, για τους σε ασθένεια ευρισκόμενους μισθωτούς συνίσταται στη διατήρηση της σύμβασης εργασίας και στην καταβολή του μισθού. Ο εργαζόμενος δικαιούται από την πρώτη ημέρα της ασθένειάς του και για το χρόνο που καθορίζει το άρθρο 658 Α.Κ., κανονικά τις αποδοχές του. Αναγκαίες προϋποθέσεις για την καταβολή του μισθού στις περιπτώσεις που δεν έχει παρασχεθεί εργασία είναι:
α. η έγκυρη σύμβαση εργασίας
β. παροχή εργασίας πλέον του δεκαήμερου
γ. ανυπαίτιο κώλυμα του εργαζόμενου για παροχή εργασίας
δ. σπουδαίος λόγος από τον οποίο επήλθε το κώλυμα και
ε. έλλειψη υπαιτιότητας του εργαζόμενου.
Το δεκαήμερο της σύναψης της εργασίας αρχίζει από της παροχής της εργασίας και προϋποθέτει δέκα ημέρες πραγματικής εργασίας (αφαιρούνται οι Κυριακές ή άλλες ημέρες που δεν έχει προσφερθεί εργασία). Αν η ασθένεια άρχισε προ της συμπλήρωσης του δεκαήμερου, ο εργαζόμενος δεν δικαιούται του μισθού, διότι προϋπόθεση γένεσης του δικαιώματος είναι η εμφάνιση της ασθένειας μετά παροχή εργασίας επί δεκαήμερο τουλάχιστον.
7. Χρόνος κατά τον οποίο δικαιούται μισθού ο ευρισκόμενος σε ασθένεια μισθωτός
Ο μισθωτός, εφόσον εργάσθηκε δέκα εργάσιμες ημέρες και δεν συμπλήρωσε χρόνο υπηρεσίας ενός έτους στον ίδιο εργοδότη ή σε περίπτωση μεταβίβασης της επιχείρησης σε εκείνον που ανέλαβε τις υποχρεώσεις του προηγούμενου δικαιούται, αν και μη εργαζόμενος, να ζητήσει τις αποδοχές 15 ημερολογιακών ημερών. Νοείται ότι οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν τόσα ημερομίσθια, όσες είναι οι εργάσιμες ημέρες του 15θήμερου ή του μήνα, ενώ εκείνοι που λαμβάνουν μισθό δικαιούνται του μισού ή ολόκληρου του μηνιαίου μισθού τους. Το έτος υπολογίζεται από την ημερομηνία εκείνη που άρχισε να εργάζεται ο μισθωτός. Αν η ασθένεια άρχισε προ της συμπλήρωσης του έτους και συνεχίζεται και μετά τη συμπλήρωση, ο μισθωτός δικαιούται των αποδοχών του για ένα 15θήμερο, διότι η ασθένεια επήλθε προ της συμπλήρωσης έτους από τη σύμβαση. Στην περίπτωση που ο μισθωτός απουσιάσει λόγω ασθένειας λιγότερες από τις 15 ημέρες δικαιούται να λάβει τις αποδοχές του, μέχρι συμπλήρωσης των ημερομισθίων ενός 15θήμερου. Στην πράξη καταβάλλονται 13 ημερομίσθια. Μετά τη συμπλήρωση των 13 ημερομισθίων ή 13/25 του μηνιαίου μισθού, παύει κάθε υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή μισθού προς τον απουσιάζοντα λόγω δικαιολογημένου κωλύματος (ασθένεια, ατύχημα κλπ.). Αν ο μισθωτός έχει συμπληρώσει έτος υπηρεσίας δικαιούται να λάβει τις αποδοχές ενός μήνα. Ο μήνας αρχίζει από την πρώτη ημέρα της ασθένειας και τελειώνει την αντίστοιχη ημέρα του επόμενου μήνα. Ως έτος υπολογίζεται όχι το ημερολογιακό, αλλά το έτος της σύμβασης εργασίας, (άρθρο 658 Α.Κ. "εν έτος μετά την έναρξη της συμβάσεως"). Βέβαια και στην περίπτωση, τόσο για τους με μηνιαίο μισθό όσο και για τους με ημερομίσθιο αμειβόμενους μισθωτούς, καταβάλλονται τα ημερομίσθια των εργάσιμων ημερών. Το δικαίωμα
της απουσίας λόγω ασθένειας και καταβολής του μισθού παρέχεται στους μισθωτούς "άπαξ για κάθε έτος” (Α.Π. 152/60 Πρωτ. Αθην. 977/59 Πρωτ. Θεσ/νίκης 4016/59).
8. Καταβολή αποδοχών κατά τη διάρκεια της ασθένειας
Οι αποδοχές του μισθωτού κατά το χρόνο της ασθένειάς του πρέπει να είναι ακριβώς οι ίδιες, που θα καταβάλλονταν αν αυτός εργαζόταν. Αν ο μισθωτός αμείβεται κατά μονάδα εργασίας ή κατ΄ αποκοπή ή με ποσοστά επί κερδών, φιλοδωρήματα, προμήθεια και γενικά με παροχές ποσοτικά μεταβλητές, δικαιούται του συνόλου των αποδοχών, τις οποίες θα ελάμβανε αν εργαζόταν. Επί παροχών σε είδος, τροφής, κατοικίας, ο ασθενής δεν δικαιούται να ζητήσει την σε χρήμα αποτίμηση της σε είδος παροχής, αν νοσηλεύεται σε νοσοκομείο του Ι.Κ.Α. και διαιτάται απ΄ αυτό. Προκειμένου ο εργοδότης να καταβάλλει το μισθό στον απουσιάσαντα λόγω ασθένειας μισθωτό, θα πρέπει ο εργαζόμενος να προσκομίσει βεβαίωση ιατρού περί αποχής εκ της εργασίας στην οποία να αναγράφεται το είδος της ασθένειας και ο χρόνος διάρκειας αποχής από την εργασία. Επίσης, αν ο ασθενής είναι ασφαλισμένος, θα πρέπει να προσκομίσει βεβαίωση του Ι.Κ.Α. περί του ποσού που έχει καταβληθεί σ΄ αυτόν, λόγω της ασθένειάς του ή μη καταβολής χρηματικού ποσού για την αιτία αυτή. Από την πρώτη ημέρα της ασθένειάς του, ο κάθε εργαζόμενος δικαιούται να εισπράξει το μισθό του από τον εργοδότη. Το άρθρο 657 του Α.Κ. ρητώς ορίζει ότι ο μισθωτός, μετά δεκαήμερης εργασίας δικαιούται να αξιώσει το μισθό του, αν απουσιάσει από την εργασία του, λόγω δικαιολογημένου κωλύματος. Ποσά που καταβλήθηκαν στο μισθωτό λόγω κωλύματος δυνάμει υποχρεωτικής από το νόμο ασφάλισης, δικαιούται ο εκμισθωτής (εργοδότης) να τα κρατήσει από το μισθό. Το Ι.Κ.Α. υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο, που κωλύεται να εργασθεί "επίδομα ασθενείας”. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται, μετά τριήμερο από της αναγγελίας στο Ι.Κ.Α. της ασθένειας του εργαζόμενου. Για την απόκτηση του δικαιώματος επιδότησης, από το Ι.Κ.Α. λόγω ασθένειας, απαιτείται όπως η αποχή από την εργασία του ασφαλισμένου διαρκέσει πλέον των τριών ημερών. Δηλαδή, αν ο μισθωτός ασθενήσει μέσα στο ίδιο έτος τρεις μόνο ημέρες ή και περισσότερες φορές, για κάθε μια και μέχρι και τρεις ημέρες, δεν δημιουργείται δικαίωμα αυτού για επιδότηση από το Ι.Κ.Α. Υπόχρεος για την καταβολή των ημερομισθίων κατά το ήμισυ είναι ο εργοδότης (άρθρα 657, 658 Α.Κ και ΑΝ.178/67). Αν ο μισθωτός απουσιάσει από την εργασία του, λόγω ασθένειας, περισσότερες από τρεις ημέρες θα επιδοτηθεί από της τετάρτης ημέρας από το Ι.Κ.Α. Αν ο μισθωτός ασθενήσει για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο έτος πέραν των τριών ημερών, από την αυτή ή άλλη νόσο, θα επιδοτηθεί από το Ι.Κ.Α. από της πρώτης ημέρας ασθένειας. Αν η ασθένεια διαρκέσει τρεις ή λιγότερες ημέρες, ο μισθωτός δεν δικαιούται επιδότησης από το Ι.Κ.Α., όσες φορές κι αν επαναληφθεί η ασθένεια. Στην περίπτωση αυτή ο ίδιος ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο το ημερομίσθιο, κατά το ήμισυ κάθε φορά που η
ασθένεια διαρκεί μέχρι τρεις ημέρες, μέχρι συμπλήρωσης 13 ημερομισθίων ή 25 ημερομισθίων κατά τη διάρκεια ενός έτους.
Προκειμένου για ατύχημα το επίδομα καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα της αναγγελίας (άρθρο 39 Ν.Δ. 2693/53). Στην περίπτωση του ατυχήματος ο εργοδότης υποχρεούται μετά την αφαίρεση του επιδόματος του Ι.Κ.Α. να καταβάλλει τη διαφορά του ημερομίσθιου του παθόντος εργαζόμενου μέχρι συμπλήρωσης του προβλεπόμενου ορίου των 13 ή 25 ημερομισθίων κατά τη διάρκεια ενός έτους (άρθρο 658 Α.Κ.). Ο εργαζόμενος που απουσιάζει από την εργασία του, λόγω ασθένειας, δικαιούται να λάβει πλήρως το μισθό του. Από το μισθό αυτό δικαιούται να εκπέσει ο εργοδότης κατά το ποσό εκείνο, το οποίο ο ασθενής έλαβε από το Ι.Κ.Α. για τις εργάσιμες ημέρες της ασθένειάς του. Δεν δικαιούται σύμφωνα με την αριθ. 526/53 απόφαση του Νομ. Συμβουλίου του Κράτους να κρατήσει το χρηματικό ποσό που έχει καταβληθεί από το Ι.K.A., ως επίδομα για την σε κλινική νοσηλεία του ασθενή.
Συμπληρωματικά, αναφορικά με τις αποδοχές ασθένειας τα τριήμερα κλπ. σας γνωρίζουμε ακόμα για καλύτερη ενημέρωση και γνώση του θέματος τα εξής:
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 657-658 ΑΚ, εφόσον ο μισθωτός έχει εργασθεί επί 10 τουλάχιστον ημέρες δικαιούται, καίτοι μη εργαζόμενος λόγω ανυπαιτίου κωλύματος (ασθένεια, ατύχημα, τοκετός κλπ.), ν΄ αξιώσει παρά του εργοδότη του τις αποδοχές 15 ημερών. Αν έχει συμπληρώσει έτος υπηρεσίας, δικαιούται να λάβει τις αποδοχές ενός μηνός.
Εννοείται ότι οι με ημερομίσθιο αμειβόμενοι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν τόσα ημερομίσθια όσες οι εργάσιμες ημέρες του 15θήμερου ή του μηνός, ενώ οι λαμβάνοντες μισθό δικαιούνται του μισού ή ολόκληρου του μηνιαίου μισθού τους. Από τις αποδοχές αυτές ο εργοδότης δικαιούται ν΄ αφαιρέσει όσα τυχόν έλαβε ο μισθωτός δυνάμει υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφάλισης π.χ. από το Ι.Κ.Α. ή άλλου Ασφαλιστικού Οργανισμού.
Σύμφωνα με τη νομολογία (ΑΠ. 152/60, Πρωτ. Αθ. 977/59. Γν. Ν.Σ.Κ 171/63), η υποχρέωση καταβολής μισθού εις τον εξ οιουδήποτε ανυπαιτίου κωλύματος, κωλυθέντα να προσφέρει τις υπηρεσίες του εις στον εργοδότη υφίσταται καθ΄ όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης από τον ίδιο εργοδότη και μάλιστα κάθε έτος, από της έναρξης της παροχής της εργασίας του και όχι εφάπαξ.
Το έτος κατά το οποίο γεννάται η κατά τα άρθρα 657-658 Α.Κ. αξίωση του μισθωτού δεν υπολογίζεται ημερολογιακά, αλλ΄ αρχίζει από το χρόνο πρόσληψης του μισθωτού (Γν. Ν.Σ.Κ. 170/63).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35, παρ. δ΄ του Α.Ν. 1846/51 δικαίωμα προς επιδότηση εκ του Ι.Κ.Α. λόγω ασθένειας γεννάται εφόσον, εκτός των άλλων
απαιτουμένων προϋποθέσεων, η αποχή του ασφαλισμένου εκ της εργασίας του λόγω ανικανότητας, οφειλόμενης σε ασθένεια διαρκεί πλέον των τριών ημερών.
Εξάλλου κατά την παρ. 3 του άρθρου 38 του αυτού ως άνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 39 του Ν.Δ/τος 2698/53, η από το Ι.Κ.Α., καταβολή του επιδόματος, αρχίζει από της τετάρτης ημέρας, αφότου ο ασφαλισμένος ανήγγειλε την ανικανότητά του στο Ι.Κ.Α., του τριήμερου αναμονής, κατά το οποίο δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής επιδόματος, υπολογιζόμενου μόνον κατά την πρώτη εντός εκάστου ημερολογιακού έτους επιδότηση.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι για την απόκτηση δικαιώματος επιδότησης από το Ι.Κ.Α., λόγω ασθένειας απαραίτητα απαιτείται όπως η εκ της εργασίας αποχή του ασφαλισμένου μισθωτού διαρκέσει πλέον των τριών ημερών. Τούτου δοθέντος, εφόσον ο μισθωτός ασθενήσει περισσότερες της μιας φορές, εκάστη όμως μέχρι τριών ημερών δεν δημιουργείται δικαίωμα αυτού για επιδότηση από το Ι.K.A., ούτε υπολογίζεται ως χρόνος αναμονής. Αν ο μισθωτός ασθενήσει το πρώτο εντός του ημερολογιακού έτους πέρα των τριών ημερών θα επιδοτηθεί από το Ι.Κ.Α. από της τέταρτης ημέρας. Αν ο ίδιος μισθωτός ασθενήσει για δεύτερη φορά εντός του ίδιου έτους, πέραν των τριών ημερών, θα επιδοτηθεί από της πρώτης ημέρας της δεύτερης, τρίτης κλπ. ασθένειάς του, διότι αφενός μεν το τριήμερο αναμονής εξαντλήθηκε κατά την πρώτη εντός του αυτού ημερολογιακού έτους ανικανότητα, αφετέρου δε δημιουργήθηκε δικαίωμα του ασφαλισμένου μισθωτού για επιδότηση από το Ι.Κ.Α. και κατά τη δεύτερη ή τρίτη ασθένεια λόγω της πέραν των τριών ημερών διάρκειάς της.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του Α.Ν. 178/67, σε περιπτώσεις αποχής από της εργασίας του μισθωτού λόγω ασθένειας, για το από της αναγγελίας της ανικανότητας προς εργασία μέχρι της έναρξης της επιδότησης εκ μέρους του Ι.Κ.Α. ή άλλου Ασφαλιστικού Οργανισμού χρονικό διάστημα (1-3 ημερών) ο εργοδότης υποχρεούται σε πληρωμή μόνο του μισού του ημερομίσθιου ή του αναλογούντος μισθού, αποκλειόμενης της συμπλήρωσης εκ του οικείου Ασφαλιστικού Οργανισμού. Η υποχρέωση αυτή υφίσταται μέχρι της συμπλήρωσης του 15θήμερου ή του μήνα ανάλογα της προϋπηρεσίας του μισθωτού.
Σε περίπτωση ατυχήματος η επιδότηση από το Ι.Κ.Α. αρχίζει από την πρώτη ημέρα, κατά την οποία συνέβηκε το ατύχημα, διότι επί του ατυχήματος δεν τηρείται χρόνος αναμονής, ο δε εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει το υπόλοιπο ποσό, ώστε να συμπληρωθούν οι αποδοχές των άρθρων 657-658 Α.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: