Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Μεγάλες αυξήσεις θα μπούν στα τιμολόγια του ρεύματος από την αρχή του χρόνου ζημιογόνος ΔΕΗ θα βρεθεί χωρίς ρευστότητα

Θοδωρής Παναγούλης: Γιατί έρχεται νέο ηλεκτροσόκ στους λογαριασμούς ρεύματος το 2012
Μεγάλες αυξήσεις, πολύ πάνω από τις «καθιερωμένες», φαίνεται ότι θα μπούν στα τιμολόγια του ρεύματος από την αρχή του χρόνου, καθώς οι διάφορες φορολογικές επιβαρύνσεις στα καύσιμα έχουν εκτοξεύσει στα ύψη το κόστος παραγωγής της ΔΕΗ. Από την άλλη, το να αφεθεί η επιχείρηση να γράψει ζημιές είναι πολύ... ριψοκίνδυνο ενόψει ιδιωτικοποίησής της.
Το εκρηκτικό μείγμα που έχει αυξήσει κατακόρυφα το κόστος παραγωγής ρεύματος, αποτελεί πονοκέφαλο για την ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία θα κληθεί στο επόμενο διάστημα να αποφασίσει την τιμολογιακή πολιτική. «Το ζήτημα των τιμολογίων είναι πολύ σοβαρό, αγγίζει όλα τα νοικοκυριά, και δεν μπορώ να κάνω μια πρόχειρη τοποθέτηση» δηλώνει ο κ. Παπακωνσταντίνου, μη θέλοντας προφανώς να ανοίξει τώρα ένα θέμα που ξέρει ότι θα δημιουργήσει νέα αναστάτωση, τη στιγμή που στο προσκήνιο βρίσκεται η είσπραξη του τέλους ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ.
Παρόλα αυτά, το υπουργείο βρίσκεται ήδη σε συνεννόηση με τη ΔΕΗ και τη ΡΑΕ, και, όσο και αν θα το ήθελε ο κ. Παπακωνσταντίνου, δεν θα είναι εύκολο να αποφύγει το «πικρό ποτήρι» της σκληρής απόφασης. Το «υπόλοιπο» των αυξήσεων που «χρωστάμε» βάσει του μνημονίου για να γίνουν κοστοβαρή τα τιμολόγια, η επιβάρυνση από το Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο φυσικό αέριο, η μεγάλη αύξηση του κόστους των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας λόγω κοινωνικού τιμολογίου και φόρου στο ντίζελ και τέλος η τεράστια τρύπα του ΔΕΣΜΗΕ που θα πρέπει να καλυφθεί από το τέλος ΑΠΕ, προοιωνίζονται, σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις, αυξήσεις στο ρεύμα που θα φτάσουν το 20%. Αυτά για το 2012, καθώς από το 2013 έρχεται για τη ΔΕΗ η υποχρέωση αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, που σημαίνει επιπλέον επιβάρυνση για τη ΔΕΗ από 600 εκατ. έως 1,2 δισ. ευρώ ετησίως.
Θεωρητικά, η πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να αγνοήσει κάποια τουλάχιστον από αυτά τα δεδομένα. Αυτό σημαίνει ότι θα καταδικάσει τη ΔΕΗ σε ζημιές, καθώς, μόνον η επίπτωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο φυσικό αέριο που εφαρμόστηκε από την 1η Σεπτεμβρίου, είναι ικανή να εξανεμίσει τα περιορισμένα κέρδη που εμφάνισε η επιχείρηση στο 6μηνο. Μια ζημιογόνος ΔΕΗ, από την άλλη, θα δημιουργήσει πρόβλημα στην προσπάθεια ιδιωτικοποίησής της, σε μια περίοδο που όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην τύχη που θα έχει το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων της κυβέρνησης.
Επιπλέον, μια ζημιογόνος ΔΕΗ θα βρεθεί χωρίς ρευστότητα και σε απόλυτη αδυναμία να βρεί κεφάλαια για να υλοποιήσει το επενδυτικό της πρόγραμμα, το οποίο αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωσή της. Μιλάμε τουλάχιστον για τις προγραμματισμένες μεγάλες λιγνιτικές επενδύσεις στη Δυτική Μακεδονία και τις επενδύσεις στα μη διασυνδεδεμένα Νησιά (Κρήτη, Ρόδο κλπ) και τις διασυνδέσεις.
«Θα βοηθήσουμε τη ΔΕΗ να προχωρήσει το επενδυτικό της πρόγραμμα» είπε ο κ. Παπακωνσταντίνου σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε τη Δευτέρα και για όσους γνωρίζουν την κατάσταση, η μόνη ίσως βοήθεια που μπορεί να δώσει είναι η εξασφάλιση κερδοφορίας μέσω της αύξησης των τιμολογίων.
"Δεύτερη δόση" μνημονίου
Ούτως ή άλλως εκκρεμεί η «δεύτερη δόση» από τις αυξήσεις που προβλέπονται στο μνημόνιο. Η απόφαση της κ. Μπιρμπίλη τον περασμένο Οκτώβριο, για τις αυξήσεις που εφαρμόστηκαν τον Ιανουάριο του 2011, προέβλεπε τη σταδιακή και ήπια προσαρμογή των τιμολογίων για τους οικιακούς καταναλωτές, ώστε αυτά να φτάσουν να αντανακλούν το πραγματικό κόστος με χρονικό ορίζοντα το 2013. Δηλαδή, να επιβληθεί από τις αρχές του 2012 η δεύτερη δόση των αυξήσεων, που μεσοσταθμικά υπολογιζόταν ότι θα επιβαρύνει κατά 7% τους σημερινούς λογαριασμούς, με διαφοροποιήσεις αυτού του ποσοστού ανά κατηγορία καταναλωτών. Σε άλλους θα είναι περισσότερο και σε άλλους λιγότερο. Γνώστες του θέματος εκτιμούν ότι, όπως συνέβη και με την πρώτη δόση των αυξήσεων, περισσότερο θα πληγούν οι χαμηλές καταναλώσεις, οι οποίες συνεχίζουν να επιδοτούνται «σταυροειδώς» από τα τιμολόγια άλλων κατηγοριών πελατών.
Σε κάθε περίπτωση, η σχετική υποχρέωση, δηλαδή η θέσπιση τιμολογίων που να αντανακλούν το πραγματικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελεί όρο απέναντι στην τρόικα. Τα περιθώρια για να αμβλυνθούν οι αυξήσεις στο κόστος της ενέργειας, μέσω παράλληλων μειώσεων στα «μη ανταγωνιστικά» κομμάτια του λογαριασμού, όπως τα τέλη χρήσης δικτύου κ.λπ. είναι περιορισμένα, καθώς η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε πέρυσι, και μάλιστα, όπως φαίνεται, μέχρι σημείου... εξαντλήσεως.
Το αέριο
Αδιέξοδο έχει δημιουργήσει επίσης η επιβολή, για πρώτη φορά, Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο φυσικό αέριο. Ωστόσο το φυσικό αέριο είναι βασικό καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή (το 60% του αερίου που «μπαίνει» στη χώρα, καταναλώνεται για την παραγωγή ρεύματος), με αποτέλεσμα η ΔΕΗ να έχει από αυτό το μέτρο και μόνο, περί τα 200 εκατ. ευρώ επιβάρυνση το χρόνο. Τεράστιες ζημιές έχουν και οι ιδιωτικές μονάδες που δραστηριοποιούνται στη λιανική του ρεύματος, μέχρι σημείου μάλιστα να απειλούνται με «λουκέτο». Εάν δεν βρεθεί λύση, πέραν του οικονομικού προβλήματος της ΔΕΗ, θα υπάρξει και πρόβλημα στην απελευθέρωση της αγοράς (άλλη υποχρέωσή μας έναντι της Κομισιόν και των δανειστών). Το υπουργείο Περιβάλλοντος συζήτησε με το υπουργείο Οικονομικών άλλα μέτρα ισοδύναμου εισπρακτικού χαρακτήρα για να καταργήσει τον ΕΦΚ. Πρότεινε μάλιστα, μεταξύ άλλων, να αντληθούν τα χρήματα αυτά από το συνολικό κονδύλι που θα εισπραχθεί από τα αυθαίρετα. Ωστόσο, υπό τις παρούσες συνθήκες, και με τη δαμόκλειο σπάθη της τρόικας να επικρέμεται, είναι σχεδόν αδύνατο να ακυρωθεί εισπρακτικό μέτρο, αντίθετα αναζητούνται νέα.
Εάν διατηρηθεί λοιπόν ο ΕΦΚ στο αέριο, οι δυνατότητες που έχει ο υπουργός είναι δύο: Είτε να περάσει την επιβάρυνση αυτή απευθείας στα τιμολόγια ρεύματος, είτε να την περάσει έμμεσα, δηλαδή αυξάνοντας τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο ρεύμα ή αυξάνοντας τον ΦΠΑ στο ρεύμα. Σε κάθε περίπτωση, οι καταναλωτές θα πληρώσουν το «μάρμαρο».
ΥΚΩ
Ένα ακόμη μέτωπο εν δυνάμει αυξήσεων αφορά στις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), που περιλαμβάνουν τόσο το κόστος του Κοινωνικού Οικιακού Τιμολογίου (ΚΟΤ) όσο και το κόστος διάθεσης του ρεύματος στα νησιά. Υπολογίζεται ότι φέτος για να καλυφθούν οι ανάγκες του ΚΟΤ θα χρειαστεί επιπλέον ποσό σε σχέση με το 2010 έως και 80 εκατ. ευρώ. Άλλα τόσα περίπου είναι τα παραπάνω χρήματα που κοστίζει πλέον στη ΔΕΗ η κάλυψη των ηλεκτρικών αναγκών των μη διασυνδεδεμένων νησιών η οποία γίνεται με ντιζελογεννήτριες. Και τούτο διότι η αύξηση που επεβλήθη στον ΕΦΚ, στο πετρέλαιο αυτή τη φορά, δημιούργησε επιπλέον κόστος. Συνολικά, η ΔΕΗ διεκδικεί περίπου 150 εκατ. περισσότερα χρήματα για την κάλυψη των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) που είναι υποχρεωμένη ως «τελευταίο καταφύγιο» να προσφέρει και οι οποίες, με βάση το νόμο, θα πρέπει να εισπραχθούν μέσω των λογαριασμών ρεύματος από τους καταναλωτές όλης της χώρας.
Το Τέλος ΑΠΕ
Ένα ακόμα "δύσκολο" μέτωπο για τον υπουργό ΠΕΚΑ, είναι αυτό που αφορά στο λεγόμενο Τέλος ΑΠΕ, το οποίο στην πραγματικότητα είναι «Τέλος Διοξειδίου του Άνθρακα» ή «Τέλος Κλιματικής Αλλαγής». Πρόκειται για τέλος που πληρώνεται μέσω του λογαριασμού του ρεύματος και χρησιμοποιείται κυρίως για να καλύπτονται τα επιπλέον κονδύλια που χρειάζονται για να αγοράζει ο ΔΕΣΜΗΕ το ρεύμα που παράγουν οι «πράσινες» μονάδες. Οι παράμετροι του θέματος αυτού είναι πολλές και μια νηφάλια αντιμετώπιση πιθανόν θα περιόριζε κατά πολύ τα απαιτούμενα κονδύλια, ωστόσο η μελέτη που πραγματοποίησε ο ΔΕΣΜΗΕ κατόπιν παραγγελίας του υπουργείου, υπολογίζει από 2,5 έως 3,3 δισ. ευρώ το ποσό που θα απαιτηθεί για να καλυφθεί ο λογαριασμός των ΑΠΕ την τριετία 2012-2014. Στην πράξη, σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις, το ποσό που θα πρέπει να εισπραχτεί από το Τέλος ΑΠΕ είναι μικρότερο, καθώς η υποχρέωση αγοράς δικαιωμάτων ρύπων εκ μέρους των ηλεκτροπαραγωγών από το 2013, θα μειώσει τη διαφορά ανάμεσα στη τιμή του συμβατικού ρεύματος και εκείνης του «πράσινου».
Γεγονός παραμένει ότι στο τέλος του 2011 η «τρύπα» του ΔΕΣΜΗΕ θα είναι πάνω από 100 εκατ. ευρώ, γι αυτό και ζητάει την αύξηση του Τέλους ΑΠΕ το 2012, από τα 2 ευρώ/ MWh που είναι σήμερα, σε 5,5 έως 7 ευρώ / MWh, ανάλογα και με το τι θα αποφασιστεί σχετικά με τον Ειδικό Φόρο στο αέριο. Αν και τα ποσά αυτά σε ένα μέσο λογαριασμό, μεταφράζονται σε 10-15 ευρώ το χρόνο (σύμφωνα με ανθρώπους του χώρου), εντούτοις είναι τέτοια τα ποσοστά της αύξησης (175-250%) που θεωρείται βέβαιο ότι θα δημιουργήσουν ιδιαίτερα αρνητική εικόνα στην κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μία ακόμα επαπειλούμενη επιβάρυνση για τον καταναλωτή.
(Ο Κόσμος του Επενδυτή, 01/10/2011)
============================================
ΣΕΦ: Μελέτη για το τέλος ΑΠΕ

Τον επανασχεδιασμό και τη ριζική αλλαγή του υφιστάμενου συστήματος του τέλους υπέρ ΑΠΕ, ζητεί ο Σύνδεσμος Εταιρειών Φωτοβολταϊκών. Ο ΣΕΦ παρουσίασε σήμερα ειδική μελέτη, στην οποία τεκμηριώνει την άποψη ότι το σημερινό σύστημα είναι στρεβλό. Ταυτόχρονα ο Σύνδεσμος τάσσεται υπέρ λελογισμένων παρεμβάσεων για το ύψος των εγγυημένων τιμών, υπό τον όρο ότι δε θα αγγίζουν αναδρομικά τις υφιστάμενες επενδύσεις και φυσικά θα λαμβάνουν υπόψη τις δύσκολες χρηματοοικονομικές συνθήκες της αγοράς.

Ειδικότερα, σε ανακοίνωσή του ο ΣΕΦ αναφέρει τα εξής:

"Η ονομασία του “Τέλους ΑΠΕ” υπονοεί πως πρόκειται για μια δαπάνη, την οποία υφίσταται ο κάθε καταναλωτής ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να ενισχυθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Ωστόσο, το σημερινό σύστημα υπολογισμού του Τέλους ΑΠΕ είναι στρεβλό και άδικο για τους καταναλωτές. Αποκρύβει τα πραγματικά κόστη της ηλεκτροπαραγωγής, ευνοεί τις συμβατικές ρυπογόνες μονάδες, αποφέρει κέρδη στους προμηθευτές σε βάρος των καταναλωτών, και συκοφαντεί, εν τέλει, χωρίς λόγο τις ΑΠΕ και ειδικότερα τα φωτοβολταϊκά. Αυτό είναι το συμπέρασμα σχετικής μελέτης του Συνδέσμου Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ), που παρουσιάστηκε σήμερα.
Το ειδικό Τέλος ΑΠΕ πληρώνεται από τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας επιπλέον των λοιπών χρεώσεων, ώστε να ισοσκελίσει τα έσοδα και τις δαπάνες του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ που τηρεί ο Διαχειριστής του Συστήματος Ηλεκτρικής Ενέργειας.
Τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν το Τέλος ΑΠΕ, όπως υπολογίζεται σήμερα:
1. Το μείγμα τεχνολογιών ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο
2. Τα τιμολόγια ΑΠΕ (ταρίφες) που καθορίζει το ΥΠΕΚΑ για κάθε τεχνολογία ΑΠΕ, και
3. Η Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) στο διασυνδεδεμένο σύστημα και το κόστος καυσίμου στα μη διασυνδεδεμένα νησιά (όσο μεγαλύτερη η ΟΤΣ και το κόστος καυσίμου, τόσο μικρότερο το Τέλος ΑΠΕ).
Ο τρόπος αυτός υπολογισμού, δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα και στρεβλώσεις. Με τον τρόπο που γίνεται σήμερα ο υπολογισμός του Τέλους ΑΠΕ, στην ουσία ευνοούνται οι προμηθευτές ενέργειας (πρωτίστως δηλαδή η ΔΕΗ) και επιβαρύνεται αναίτια ο καταναλωτής. Συγκεκριμένα:
1. Η ΟΤΣ δεν υπολογίζεται σωστά, γιατί δεν περιλαμβάνει το κόστος πρόσβασης στο λιγνίτη και το κόστος της χρήσης των υδάτων από τη ΔΕΗ στα μεγάλα υδροηλεκτρικά. Οι εθνικοί αυτοί πόροι καταναλώνονται δωρεάν από τη ΔΕΗ.
2. Η ΟΤΣ δεν υπολογίζεται σωστά, γιατί δεν περιλαμβάνει το κόστος των ρύπων των θερμικών μονάδων που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα, ούτε και το κόστος των Αποδεικτικών Διαθέσιμης Ισχύος (ΑΔΙ), με τα οποία επιδοτούνται άμεσα οι μονάδες αυτές.
3. Οι καταναλωτές πληρώνουν δυο φορές για τον ίδιο σκοπό, μόνο που ένα μέρος το καρπώνεται τελικά ο προμηθευτής, δηλαδή η ΔΕΗ, και όχι οι ΑΠΕ. Η είσοδος περισσότερων ΑΠΕ στο σύστημα, “αποβάλλει” τις ακριβές ρυπογόνες θερμικές μονάδες και ρίχνει την ΟΤΣ, δηλαδή το κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από τη ΔΕΗ, η οποία, ωστόσο, εξακολουθεί να την πουλάει ακριβά στον τελικό καταναλωτή, παρότι την αγόρασε φθηνότερα.
Είναι σαφές ότι απαιτούνται δραστικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται το τέλος ΑΠΕ, ώστε να αντιπροσωπεύει το πραγματικό ύψος των ενισχύσεων που αποδίδονται στις ΑΠΕ και όχι να συμπεριλαμβάνει άσχετες προς τις ΑΠΕ ενισχύσεις (ρυπογόνων μονάδων ή της κερδοφορίας των προμηθευτών). Μόνο έτσι θα καταστεί δυνατό να εκτιμηθεί το πραγματικό ύψος των ενισχύσεων που απαιτούνται για την προώθηση των ΑΠΕ, ώστε, και να επιτύχουμε τους εθνικούς στόχους και να πάψουν να συκοφαντούνται αδίκως οι ΑΠΕ και ειδικότερα τα φωτοβολταϊκά.
Επισημαίνουμε ότι, η επίτευξη της πρώτης φάσης του στόχου για τις ΑΠΕ ως το 2014, συνεπάγεται, πέραν του περιβαλλοντικού οφέλους και της βελτίωσης ασφάλειας της ενεργειακής τροφοδοσίας, τη δημιουργία 12.450 θέσεων πλήρους απασχόλησης στις ΑΠΕ και, συνυπολογίζοντας και τις έμμεσες θέσεις εργασίας σε ευρύτερους τομείς της οικονομίας, συνολικά 26.235 θέσεων εργασίας, σε μια περίοδο πρωτοφανούς οικονομικής ύφεσης. Τη μερίδα του λέοντος στις νέες αυτές θέσεις εργασίας προσφέρουν σήμερα τα φωτοβολταϊκά, αφού στον κύκλο παραγωγής, εμπορίας, εγκατάστασης και συντήρησής τους δραστηριοποιείται ήδη πλήθος επιχειρήσεων. Υπολογίζεται ότι, για κάθε ευρώ που επενδύουμε στα φωτοβολταϊκά, η κοινωνία παίρνει πίσω τουλάχιστον 1,15 ευρώ (έχοντας οφέλη από αποφυγή δημιουργίας νέων συμβατικών υποδομών, από αποφυγή κόστους ρύπανσης, από δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, κ.λπ).
Όσο περισσότερα λοιπόν επενδύουμε στα φωτοβολταϊκά, τόσο καλύτερα για την ενεργειακή ασφάλεια και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Για αυτό το λόγο, ο ΣΕΦ εμμένει στο αίτημά του να αυξηθεί ο εθνικός στόχος για τα φωτοβολταϊκά έως το 2020. Ήδη μια πρόσφατη υπερσυντηρητική μελέτη της ΔΕΗ έχει δείξει ότι τα υφιστάμενα δίκτυα επαρκούν για την άμεση σύνδεση 5.500 MW φωτοβολταϊκών, διαψεύδοντας όσους ισχυρίζονται ότι για την παραγωγή σημαντικών ποσοτήτων ηλιακής ενέργειας απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές δικτύων. Μαζί, λοιπόν με τα 10.000 MW του προγράμματος ΗΛΙΟΣ, η εγκατεστημένη ισχύς φωτοβολταϊκών στην ηλιόλουστη χώρα μας μπορεί να ξεπεράσει το 2020 τα 15.000 MW, όση δηλαδή ήταν στη Γερμανία ένα χρόνο πριν!
Μήπως όμως ακόμη και οι συντηρητικοί εθνικοί στόχοι για το 2020 θέτουν σε κίνδυνο, μέσω του Τέλους ΑΠΕ τη βιωσιμότητα του ΔΕΣΜΗΕ; Μήπως για να αποφευχθεί η “οικονομική κατάρρευση” του ΔΕΣΜΗΕ πρέπει να μειωθούν οι ταρίφες για τα φωτοβολταϊκά; Το σύνηθες “αφελές” επιχείρημα είναι πως οι υψηλές ταρίφες των φωτοβολταϊκών επιβαρύνουν υπέρμετρα το τέλος ΑΠΕ, δηλαδή τους καταναλωτές. Το επιχείρημα αυτό δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα, όπως εξηγήθηκε πριν και όπως δείχνει και το παρακάτω διάγραμμα για τα ποσά που δόθηκαν μέσω των εγγυημένων τιμών στις ΑΠΕ το 2010. Όταν μάλιστα συγκρίνει κανείς τα ποσά αυτά με τα χρήματα που δόθηκαν για να επιδοτηθούν τα ορυκτά καύσιμα μέσω των Αποδεικτικών Διαθέσιμης Ισχύος (ΑΔΙ) ή η ηλεκτροπαραγωγή με πετρέλαιο στα νησιά (όπου κατά μέσο όρο το κόστος παραγωγής είναι διπλάσιο από την τιμή πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας), τότε βλέπει ότι θα πρέπει να ξανασκεφτούμε πώς και πού ξοδεύονται τα χρήματα των καταναλωτών.
Ο κλάδος των φωτοβολταϊκών έχει αποδείξει και στο παρελθόν ότι ξέρει να παίρνει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της μείωσης των εγγυημένων τιμών πώλησης, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Πριν από δύο περίπου έτη, αξιολογώντας την επίδραση της μείωσης του κόστους εξοπλισμού, ο ΣΕΦ ζήτησε από την Πολιτεία να εξαιρεθούν τα φωτοβολταϊκά από την επιδότηση του αναπτυξιακού νόμου, ενέργεια η οποία ισοδυναμούσε, κατά τους υπολογισμούς της ίδιας της Πολιτείας, με μείωση της ταρίφας κατά 20%! Αν πρέπει να εξεταστεί εκ νέου η προσαρμογή των εγγυημένων τιμών, για τα έργα που θα υλοποιηθούν μελλοντικά, είναι γιατί έχει μειωθεί το κόστος των φωτοβολταϊκών τα τελευταία χρόνια, μια τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, και όχι γιατί ένα στρεβλό σύστημα υπολογισμού του τέλους ΑΠΕ απειλεί το ΔΕΣΜΗΕ.
Εξάλλου, μια εύλογη αναπροσαρμογή των εγγυημένων τιμών, που λαμβάνει υπόψη της όλες τις παραμέτρους κόστους ενός έργου, δεν δημιουργεί προβλήματα στην αγορά (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Γερμανίας). Αντίθετα, η δραστική και αλόγιστη περικοπή των εγγυημένων τιμών σε διάφορες κατηγορίες (π.χ. Τσεχία) ή/και η επιβολή πλαφόν (π.χ. Ισπανία), οδηγούν τμήματα της αγοράς σε κατάρρευση, με άμεση συνέπεια την απώλεια δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Ήδη, με τις μειωμένες ταρίφες που ισχύουν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, πολλά έργα κινούνται συχνά στα όρια της βιωσιμότητας. Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες δανεισμού στην Ελλάδα (περιορισμένη ρευστότητα των τραπεζών, υψηλότερα επιτόκια και μικρότερη διάρκεια δανεισμού), την υψηλή φορολογία, τα επενδυτικά ρίσκα και τους μεγάλους και συχνά απρόβλεπτους χρόνους ωρίμανσης των έργων, αντιλαμβάνεται εύκολα κάθε καλοπροαίρετος συνομιλητής, ότι η οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με την αναπροσαρμογή των εγγυημένων τιμών των φωτοβολταϊκών θα πρέπει να γίνει χωρίς σπουδή, αλλά με περίσσεια προσοχή, ώστε να μη θιγεί μια ακμάζουσα αγορά που δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Η χρηματοπιστωτική στενότητα είναι άλλωστε και ο σημαντικότερος λόγος που η Ελλάδα έχει, και θα αποφύγει και στο μέλλον, μια υπερθέρμανση της αγοράς φωτοβολταϊκών, όπως συνέβη σε άλλες χώρες, και όχι μια δραστική μείωση της ταρίφας.
Επειδή, όπως δήλωσε ο υπουργός ΠΕΚΑ κ. Παπακωνσταντίνου, σύντομα θα ξεκινήσει ο δημόσιος διάλογος για την αναπροσαρμογή των εγγυημένων τιμών, ο ΣΕΦ πιστεύει ότι, οι όποιες ρυθμίσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν δύο πράγματα: τη βιωσιμότητα της αγοράς και των επενδύσεων και τη λελογισμένη επιβάρυνση των καταναλωτών. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ανασχεδιαστεί άρδην ο τρόπος υπολογισμού του τέλους ΑΠΕ και να προστατευθεί η φιλοσοφία και “αρχιτεκτονική” του Ν.3851/2010, του ισχύοντος δηλαδή νόμου για τις ΑΠΕ, που προβλέπει εξαμηνιαία απομείωση των εγγυημένων τιμών για τους νεοεισερχόμενους στα φωτοβολταϊκά. Σε κάθε περίπτωση επίσης, δεν συζητάμε για αναδρομικές μειώσεις των εγγυημένων τιμών ή άλλου είδους ανορθόδοξες παρεμβάσεις σε υφιστάμενα έργα".
Πηγή:www.capital.gr
=====================================
Γιγαντώνονται οι Επισφάλειες στην Ελληνική Αγορά Ενέργειας
Γιγαντώνεται το πρόβλημα των επισφαλειών στην ελληνική αγορά ενέργειας. Η ύφεση έχει οδηγήσει την κατανάλωση ηλεκτρισμού στα επίπεδα του 2000, ενώ η ΔΕΗ εμφάνισε το α΄ εξάμηνο του 2011 αύξηση επισφαλειών κατά 30%. Ακόμη χειρότερη είναι η εικόνα των ιδιωτικών παρόχων, καθώς, σε αντίθεση με την ΔΕΗ, δεν συμμετέχουν στην παραγωγή ηλεκτρισμού, ώστε να μπορούν να αντισταθμίσουν μέρος του αυξημένου κόστους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Energa και η Hellas Power, οι δύο μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες του κλάδου, έχουν υποβάλει αίτημα στην πολιτική ηγεσία του YΠEKA για παρέμβαση στον ΔEΣMHE με στόχο να τους δοθεί πίστωση ενός τριμήνου για την αποπληρωμή των τελών που καταβάλλουν για τη χρήση δικτύου. Ο λόγος που προβάλλουν είναι τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην είσπραξη των οφειλών από τους καταναλωτές.
Υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την ΔΕΗ, από στοιχεία που παρουσίασε στη Βουλή ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Επιχείρησης κ. Αρθούρος Ζερβός, οι ανεξόφλητες οφειλές ξεπερνούν τα 800 εκατ. ευρώ, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από 130 εκατ. ευρώ είναι, πλέον, οι οφειλές από τον δημόσιο τομέα.
H ενεργειακή αγορά διανύει τον δεύτερο χρόνο ύφεσης, αντίστοιχης έντασης με αυτήν του 2010, ενώ η διόγκωση των επισφαλειών έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα, ώστε εταιρείες του κλάδου πετρελαιοειδών, αλλά και της λιανικής αγοράς ηλεκτρισμού επικεντρώνουν τη στρατηγική τους για το 2012 στην είσπραξη οφειλών. Ας σημειωθεί ότι την περίοδο 2007-2010 η ζήτηση ενέργειας μειώθηκε συνολικά κατά 13,9%.
Από την πλευρά τους, οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα με την όλο και μεγαλύτερη ύφεση και πολλοί έχουν δυσκολία κάλυψης ακόμη και ανελαστικών δαπανών, όπως αυτές για ηλεκτρικό ρεύμα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Το φαινόμενο των απλήρωτων λογαριασμών λαμβάνει πρωτοφανείς διαστάσεις, με συνέπεια οι εταιρείες του κλάδου της αγοράς ενέργειας να βρίσκονται στα όρια της οικονομικής ασφυξίας.
Η πτώση της κατανάλωσης, επίσης, αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στην υλοποίηση επενδύσεων στον τομέα της παραγωγής, ενώ παραγωγοί και προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας πλήττονται από την επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο φυσικό αέριο που προορίζεται για ηλεκτροπαραγωγή, καθώς το λειτουργικό κόστος των αντίστοιχων μονάδων αυξήθηκε σε ποσοστό 15% μεσοσταθμικά.
Μάλιστα, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκονται σε χειρότερη θέση, καθώς αγοράζουν ακριβά χωρίς να μπορούν να μεταβιβάσουν το αυξημένο κόστος στην κατανάλωση και παράλληλα δυσκολεύονται να εισπράξουν οφειλές.
========================================
Η χρηματιστηριακή τιμή (μαϊμού λέω εγώ) του CO2 σήμερα είναι περί τα €13, και το κόστος μείωσης CO2 με τα φωτοβολταϊκά, €716(!) τον τόνο.
Όφελος θα υπάρξει μόνο στον τομέα των εξαγωγών της Γερμανίας εάν επωφεληθούν από την πιθανή προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε άλλες χώρες.
Ας είμαστε τουλάχιστον υποψιασμένοι και ας συνεκτιμήσουμε τα παραπάνω, στα όσα θετικά έχουμε ακούσει για την πράσινη ενέργεια, για την τελική διαμόρφωση της άποψης μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: