Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

το μακροπρόθεσμο συμφέρον των Ελλήνων καταναλωτών

ΔΕΗ- Διάψευση φημών για παραίτηση του προέδρου
Διαψεύδονται, επισήμως, από τη ΔΕΗ οι πληροφορίες περί παραίτησης του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της επιχείρησης κ. Α. Ζερβού. Με δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής επικοινωνίας της ΔΕΗ κ. Κ. Στεριώτης επισημαίνει, συγκεκριμένα, τα εξής: "Διαψεύδονται ρητά και κατηγορηματικά τα δημοσιεύματα περί παραίτησης του προέδρου της ΔΕΗ. Η διοίκηση είναι προσηλωμένη στο έργο της για τον εκσυγχρονισμό της επιχείρησης και την υλοποίηση των μεγάλων επενδύσεων τις οποίες έχει ανάγκη η ίδια η ΔΕΗ αλλά και η ελληνική κοινωνία".

====================================

Τα παράπονα - καταγγελίες των καταναλωτών, για υπηρεσίες κοινωνικού ενδιαφέροντος ανέρχονται σε 1.184. Σε αυτές περιλαμβάνονται 990 για παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, 32 για ΕΥΑΘ, 24 για το φυσικό αέριο, 58 για ΔΕΗ και 80 παράπονα - καταγγελίες, που αφορούσαν παροχή σιδηροδρομικών και αστικών συγκοινωνιών, και ταχυδρομικών υπηρεσιών.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artId=364240&dt=01/11/2010#ixzz144Md85SZ
==============================
Δρ. Αντώνης Μεταξάς: Τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας και ελεύθερος ανταγωνισμός
Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν απασχολήσει την επικαιρότητα ζητήματα σχετιζόμενα με ποικίλες αντιδικίες που αναφύονται σε σχέση με τα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας. Σε όποιον ασχολείται με το χώρο της ενέργειας στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας και έχει επαφή και με την επιστημονική διάσταση της σχετικής θεματικής, όπως αυτή αποτυπώνεται σ’ ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό (ή και διεθνές) πλαίσιο, η όλη συζήτηση έχει συχνά, όπως δυστυχώς όχι σπάνια γίνεται στη χώρα μας, εν πολλοίς τα χαρακτηριστικά μιας μάλλον αντιπαραγωγικής αντιδικίας, η οποία ενισχύεται με «πολωτικές» παρεμβάσεις συνδικαλιστικών ή άλλων φορέων που ενίοτε αποπροσανατολίζουν από την ουσία του θέματος και την εφικτή ρεαλιστική του προσέγγιση πάντα μέσα στα πλαίσια που θέτει το απολύτως δεσμευτικό και για την Ελλάδα ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο.
H παρούσα ανάλυση θα επιχειρήσει να παραθέσει συνοπτικά τις νομικές παραμέτρους ενός εξαιρετικά επίκαιρου και σημαντικού ζητήματος που απασχολεί την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και συνιστά κομβικό σημείο για την ουσιαστική απελευθέρωση της σχετικής λιανικής αγοράς: Με αφορμή την κλήση σε ακρόαση από τη ΡΑΕ γνωστής ιδιωτικής εταιρίας, η οποία δραστηριοποιείται στην εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας (και) σε λιανικούς καταναλωτές, για να καταθέσει τις απόψεις κατόπιν σχετικής καταγγελίας του ΔΕΣΜΗΕ σχετικά με τη «μη καταβολή εκ μέρους της εν λόγω εταιρείας των τελών Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ)», θα επιχειρηθεί μια ανάλυση της νομικής διάστασης της προβληματικής της επιβολής των τελών ΥΚΩ σε συσχέτιση με την απαραίτητη «ένθεσή» της στο κανονιστικό πλαίσιο που τίθεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο έντονος προβληματισμός που εκδηλώνεται τους τελευταίους μήνες σχετικά με τις χρεώσεις των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας στα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας έχει πάρει τη μορφή αντιπαράθεσης μεταξύ του ΔΕΣΜΗΕ και ορισμένων εκ των ιδιωτικών εταιρειών εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας, καθότι η εκ μέρους τους άρνηση καταβολής χρεώσεων για ΥΚΩ έχει οδηγήσει στο σχηματισμό ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το ΔΕΣΜΗΕ, ο οποίος διαχειρίζεται το σύστημα μεταφοράς ηλεκτρισμού.
Από την άλλη πλευρά, οι συγκεκριμένοι προμηθευτές αμφισβητούν τη νομιμότητα των χρεώσεων για τις ΥΚΩ, αντικρούοντας όχι κατά κύριο λόγο την καθεαυτό νομιμότητα της επιβολής τους ή αρνούμενοι τη θέσπιση υποχρέωσης και των λοιπών παικτών της αγοράς (υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις) να καταβάλουν μέρος του κόστους για την παροχή ΥΚΩ, αλλά κυρίως επικεντρωνόμενοι στην αμφισβήτηση του τρόπου υπολογισμού τους, ο οποίος μέχρι σήμερα διενεργείται με στοιχεία που παρέχει η ΔΕΗ. Επικαλούνται σχετικά, ότι μπορεί να συνιστά νόμιμο αντικείμενο αμφισβήτησης τόσο ο τρόπος υπολογισμού των χρεώσεων για την παροχή αυτών των υπηρεσιών όσο και ο καθορισμός των υποχρεούμενων στην καταβολή των εν λόγω τελών φορέων. Επισημαίνω ότι η κρίση αυτή είναι ορθή καθότι δηλώνει το αυτονόητο, ότι δηλαδή στο μέτρο που τα παραπάνω ρυθμίζονται στο πλαίσιο σχετικών κανονιστικών πράξεων της ελληνικής Διοίκησης, προφανώς οι τελευταίες υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας με βάση τις κείμενες διατάξεις. Ο δε έλεγχος νομιμότητάς τους οφείλει να περιλαμβάνει την αξιολόγηση της συμβατότητάς τους όχι μόνο με το ελληνικό αλλά και το υφιστάμενο ευρωπαϊκό δίκαιο.

Προς αποσαφήνιση του πυρήνα αυτής της αντιδικίας, ας δούμε κατ’ αρχάς τι είναι οι περίφημες «ΥΚΩ». Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έννοια των ΥΚΩ, ο όρος αυτός «καλύπτει υπηρεσίες εντός και εκτός της αγοράς τις οποίες οι δημόσιες αρχές ταξινομούν ως κοινής ωφέλειας και για τις οποίες επιβάλουν υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας»1. Η Οδηγία 2003/54/ΕΚ (άρθρο 3 παρ. 2), όπως ακριβώς και η ταυτόσημη διάταξη της νέας Οδηγίας 2009/72/ΕΚ, προβλέπει ειδικότερα την υποχρέωση των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας να παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Η Οδηγία αυτή καθορίζει κοινά ελάχιστα πρότυπα, τα οποία οφείλουν να τηρούν όλα τα κράτη μέλη, λαμβανομένων υπόψη των στόχων της προστασίας των καταναλωτών, της ασφάλειας του εφοδιασμού, της προστασίας του περιβάλλοντος και της προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού στις αγορές τους2. Η Οδηγία επίσης επιτάσσει την υποχρέωση σύνδεσης των πελατών με το δίκτυο των εταιρειών διανομής υπό συγκεκριμένους όρους, προϋποθέσεις και τιμολόγια που καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 23 παρ. 2 της Οδηγίας.

Στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου, ως Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), σύμφωνα με την ΥΑ υπ’ αριθμ. ΠΔ5/ΗΛ/Β/Φ1Β/12924, νοούνται η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στους καταναλωτές των μη Διασυνδεδεμένων Νησιών και των Απομονωμένων Μικροδικτύων, με τιμολογήσεις ίδιες, ανά κατηγορία καταναλωτή, με αυτές του Διασυνδεδεμένου Συστήματος και η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας με ειδικό τιμολόγιο στους πολύτεκνους καταναλωτές, όπως αυτοί προσδιορίζονται βάσει της κείμενης Νομοθεσίας. Οι βασικές διατάξεις που σχετίζονται με την επιβολή των χρεώσεων για τις ΥΚΩ δημιουργούν υποχρέωση για τον κάθε Προμηθευτή να καταβάλει τις σχετικές χρεώσεις. Όλες οι εταιρείες εμπορίας ηλεκτρισμού, συμπεριλαμβανομένης της ΔΕΗ, είναι υποχρεωμένες να εισπράττουν από τους πελάτες τους τα τέλη ΥΚΩ και να τα αποδίδουν στον ΔΕΣΜΗΕ, ο οποίος με τη σειρά του τα καταβάλλει στη ΔΕΗ, η οποία είναι ο μοναδικός υπόχρεος πάροχος ΥΚΩ στην Ελλάδα, ως αντιστάθμιση του κόστους που προκύπτει γι’ αυτή για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών (λ.χ. από τη διάθεση ηλεκτρικού ρεύματος στους κατοίκους των νησιών σε τιμές ίδιες με την υπόλοιπη χώρα, παρά το γεγονός ότι το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού νησιά είναι κατά πολύ υψηλότερο από ό,τι στο ηπειρωτικό σύστημα).

Επίσης, ο νόμος 2773/1999 για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπως ισχύει, προβλέπει ότι τα τιμολόγια πρόσβασης στο Σύστημα, στο Δίκτυο Διανομής και στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά, στα οποία περιλαμβάνονται οι χρεώσεις σύνδεσης και χρήσης, καταρτίζονται σύμφωνα με μεθοδολογία, η οποία εγκρίνεται από τη Ρ.Α.Ε. και λαμβάνονται υπόψη, πέραν των άλλων κριτηρίων, και οι δαπάνες για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται για την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Οι δαπάνες αυτές επιμερίζονται ομοιόμορφα για όλη την ελληνική επικράτεια σε κάθε κατηγορία Πελατών, περιλαμβανομένων και των αυτοπαραγωγών. Αναφορικά με την μεθοδολογία υπολογισμού του ετησίου ανταλλάγματος για την παροχή μειωμένου τιμολογίου σε καταναλωτές των Μη διασυνδεδεμένων Νησιών και των Απομονωμένων Μικροδικτύων, το οφειλόμενο αντάλλαγμα προς τους κατόχους αδειών αντισταθμίζει το αυξημένο κόστος λειτουργίας των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στα μη διασυνδεμένα νησιά. Το ύψος του εκάστοτε οφειλόμενου ανταλλάγματος για την Παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, εγκρίνεται κάθε έτος, μετά από σύμφωνη γνώμη της ΡΑΕ, με Υπουργική Απόφαση η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στην οποία καθορίζεται και η μεθοδολογία υπολογισμού του οφειλόμενου ανταλλάγματος.

Η νομική αξιολόγηση του προαναφερθέντος ελληνικού κανονιστικού πλαισίου σε σχέση με την ανάθεση των ΥΚΩ αλλά και σε σχέση με το μοντέλο και τη μεθοδολογία υπολογισμού της οικονομικής αντιστάθμισης του κόστους που συνεπάγεται για τη ΔΕΗ η παροχή τους, χωρεί σε επίπεδο ευρωπαϊκού δικαίου κρατικών ενισχύσεων με βάση τις παρακάτω κύριες κατευθύνσεις: Η χορήγηση της οικονομικής αντιστάθμισης ή άλλων μορφών αντιστάθμισης3 και των αποκλειστικών δικαιωμάτων για την εκπλήρωση των ΥΚΩ (άρθρο 3 παρ. 4 της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ), για να είναι συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο, πρέπει να πληροί τα κριτήρια που έθεσε το Δικαστήριο της Ε.Ε. στη θεμελιακή απόφαση Altmark4. Η εν λόγω νομολογιακή προσέγγιση με απλά λόγια καταλήγει στα εξής συμπεράσματα: Στο μέτρο που ένα κράτος μέλος της Ένωσης θεωρεί επιβεβλημένη την παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος, μπορεί να προβεί στην ανάθεσή τους σε συγκεκριμένο επιχειρηματικό πάροχο τηρώντας διαφανείς διαδικασίες επιλογής. Ο επιλεγείς πάροχος, στον οποίο θα ανατεθεί η παροχή των συγκεκριμένων, σαφώς καθορισμένων κοινωφελών υπηρεσιών, μπορεί να εισπράττει πόρους που λειτουργούν ως αντιστάθμιση του κόστους που συνεπάγεται η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Στο μέτρο που η επιλογή του δεν συνιστά αποτέλεσμα ανοικτής διαγωνιστικής διαδικασίας για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης με αντικείμενο την εν λόγω ανάθεση (όπως στην περίπτωσή μας, στη περίπτωση δηλ. της ΔΕΗ) το επίπεδο της επιτρεπόμενης αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζεται με βάση την ανάλυση των δαπανών, στις οποίες θα προέβαινε “μια μέση επιχείρηση, με χρηστή, αποτελεσματική διαχείριση”, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων. Τυχόν αντιστάθμιση που υπερβαίνει αυτό το επίπεδο θεωρείται ότι προσδίδει αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη της, εν προκειμένω την ΔΕΗ, και κατά τούτο συνιστά απαγορευμένη κρατική ενίσχυση που αντιβαίνει στις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε. Ένωσης (ΣΛΕΕ), συγκεκριμένα στα άρθρα 107 επ. Το αντισταθμιζόμενο κόστος πρέπει μάλιστα, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. στην υπόθεση GEMO, C-126/01, να συνιστά επιπλέον προκύπτον κόστος αποκλειστικά προερχόμενο από τις ιδιαίτερες, σαφώς οριοθετημένες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας που έχουν ανατεθεί στη δικαιούχο επιχείρηση και όχι κόστος που ούτως ή άλλως φέρει η συγκεκριμένη επιχείρηση και το οποίο τελεί σε άμεση συνάφεια με την κύριά της οικονομική δραστηριότητα. Νομίμως αντισταθμιστέο κόστος είναι συνεπώς μόνο το διαφανώς υπολογιζόμενο επιπλέον κόστος των συγκεκριμένων υπηρεσιών, όπως αυτές δύνανται να παρέχονται από “μια μέση επιχείρηση, με χρηστή, αποτελεσματική διαχείριση” και όχι το όποιο κόστος παρουσιάζει ανέλεγκτα ο εκάστοτε πάροχος των ανατεθεισών ΥΚΩ. Σε διαφορετική περίπτωση ελλοχεύει, συν τοις άλλοις, κίνδυνος σταυροειδούς εσωτερικής επιδότησης προς μη σχετιζόμενες με την παροχή των ΥΚΩ δραστηριότητες του υπόχρεου φορέα.

Εν προκειμένω, σύμφωνα με στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας και περιέχονται σε πρόσφατη επιστολή-παρέμβαση της εταιρίας EGL Hellas αλλά και σε καταγγελία της εταιρίας Aegean Power προς τις Γενικές Διευθύνσεις Ανταγωνισμού και Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καταβάλλονται σε ετήσια βάση στη ΔΕΗ περί τα 400 εκατ. Ευρώ για την παροχή ΥΚΩ στα μη διασυνδεδεμένα νησιά. Με βάση τα προαναφερθέντα, η συμβατότητα του μηχανισμού αλλά και του ύψους της χορηγούμενης προς τη ΔΕΗ αντιστάθμισης για τη συγκεκριμένη παροχή με τις κανονιστικές συντεταγμένες του ευρωπαϊκού δικαίου κρατικών ενισχύσεων πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα της πρoηγηθείσας νομικής ανάλυσης. Επισημαίνεται τέλος, - κάπως σχηματικά, καθότι το παρόν κείμενο δεν σκοπεί στη διεξοδική επεξήγηση «τεχνικών» νομικών λεπτομερειών - ότι τυχόν μη συμβατότητα του μοντέλου αυτού με τις αρχές που διέπουν το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο έχει εξαιρετικά δραστικές έννομες συνέπειες που θέτουν εν αμφιβόλω τη νομιμότητα των εθνικών κανονιστικών πράξεων που το συγκροτούν. Οι δε έννομες συνέπειες που αντλούν τη βάση τους στο ευρωπαϊκό δίκαιο κρατικών ενισχύσεων είναι απολύτως δεσμευτικές όσον αφορά και τις δικαστικές διαγνώσεις στις οποίες τυχόν προβεί και ο εθνικός δικαστής που θα επιληφθεί μιας πιθανής σχετικής ένδικης διαφοράς.

Οι παραπάνω επισημάνσεις καθίστανται ενδεχομένως περισσότερο επίκαιρες σήμερα, γιατί η νομική συλλογιστική που αποτυπώνουν «ακουμπά» και άλλα κομβικά ζητήματα που απασχολούν έντονα σήμερα τη χονδεμπορική αλλά και λιανική αγορά ηλεκτρισμού. Λ.χ. το τελευταίο χρονικό διάστημα πυκνώνουν οι ανησυχίες επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται στη χονδρική και λιανική αγορά ηλεκτρισμού θέλοντας να διεκδικήσουν το όποιο μερίδιο τους αναλογεί στην - τύποις – απολύτως ανοικτή σχετική αγορά στη χώρα μας, σε σχέση με τα λεγόμενα Αποδεικτικά Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ – Capacity Availability Certificates). Ο σχετικός προβληματισμός σχετίζεται με το κατά πόσο η παράταση της εφαρμογής των ΑΔΙ ως τις 30.09.2011 και η τυχόν αύξηση της ρυθμιζόμενης τιμής τους, προοπτική που ξενίζει ειδικά σε μια περίοδο που αυξάνεται η Πραγματική Διαθέσιμη Ισχύ σε σχέση με τις συνολικές Υποχρεώσεις Επάρκειας Ισχύος, θα οδηγήσει σε συνδυασμό και με την (επίσης επίκαιρη) νέα διαμόρφωση των τιμολογίων της ΔΕΗ σε δυσεπίλυτες και ενδεχομένως ανεπανόρθωτες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Τους ίδιους προβληματισμούς προκαλεί και η διατήρηση του μηχανισμού της ανάκτησης του λειτουργικού κόστους των μονάδων παραγωγής (“variable cost plus” recovery mechanism), ο οποίος (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) καταλαμβάνει ακόμη και προμηθευτές χονδρικής που διενεργούν διαμετακομίσεις (!) ηλεκτρικής ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της ΡΑΕ αλλά και του αρμόδιου Υπουργείου (ΥΠΕΚΑ): Καθότι βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά κομβική φάση για τη διαμόρφωση μιας ουσιαστικά ανοικτής αγοράς στο χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας καλούνται να παράσχουν ισορροπημένες ρυθμιστικές λύσεις και παρεμβάσεις, οι οποίες θα εξυπηρετούν τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας, το μακροπρόθεσμο συμφέρον των Ελλήνων καταναλωτών και θα είναι συμβατές με τις βασικές αρχές που διέπουν το ευρωπαϊκό δίκαιο και τη ρύθμιση της σχετικής αγοράς σε όλη την Ε.Ε.

*Ο Δρ. Αντώνης Μεταξάς είναι Δικηγόρος, Managing Partner του Δικηγορικού Γραφείου «Μεταξάς & Συνεργάτες» («Metaxas & Associates» - www.metaxaslaw.gr) και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ινστιτούτου Κρατικών Ενισχύσεων (ΕΙΚΕ)(www.stateaid.gr)

1 Βλ. τους ορισμούς του Παραρτήματος ΙΙ της Ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στην Ευρώπη, COM(2000) 580 final, ΕΕ C 17 της 19ης Ιανουαρίου 2001, σελ. 23.

2 Έτσι η 26η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ.

3 Βλ. αναλυτικά Α. Μεταξά, «Κρατική χρηματοδότηση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος: Βασικές αποσαφηνίσεις και ανοικτά ερωτήματα», Ενέργεια και Δίκαιο 2/2004, σελ. 36.

4 ΔΕΕ, απόφαση της 24.7.2003, Altmark Trans, C-280/00, Συλλ.Νομολ. Ι-7747.

Capital, 29/10/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: